Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναπλοκή
ἀνάπλοος
ἀναπλόω
ἀνάπλυσις
ἀνάπλωσις
ἀνάπνευμα
ἀνάπνευσις
ἀναπνευστικός
ἀνάπνευστος
ἀναπνέω
ἀναπνοείτης
ἀναπνοή
ἀναπνοϊκός
ἀναπόβλητος
ἀναπόγραφος
ἀναπόδεικτος
ἀναπόδεκτος
ἀναποδέχομαι
ἀναποδήμητος
ἀναποδίζω
ἀναποδισμός
View word page
ἀναπνοείτης
one who restores breath

ShortDef

one who restores breath

Debugging

Headword:
ἀναπνοείτης
Headword (normalized):
ἀναπνοείτης
Headword (normalized/stripped):
αναπνοειτης
IDX:
6297
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6298
Key:

Data

{'content': 'one who restores breath'}