Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρθοδρομέω
ὀρθόδωρον
ὀρθοέπεια
ὀρθοεπέω
ὀρθόθριξ
ὀρθοκάθεδρος
ὀρθοκάθημαι
ὀρθοκάλαμος
ὀρθόκαυλος
ὀρθόκερως
ὀρθοκέφαλος
ὀρθοκόπος
ὀρθοκόρυδος
ὀρθόκορυς
ὀρθόκραιρος
ὀρθόκρανος
ὀρθόκωλος
ὀρθολογέω
ὀρθολογία
ὀρθόλοξος
ὀρθομαντεία
View word page
ὀρθοκέφαλος
with head erect

ShortDef

with head erect

Debugging

Headword:
ὀρθοκέφαλος
Headword (normalized):
ὀρθοκέφαλος
Headword (normalized/stripped):
ορθοκεφαλος
IDX:
62977
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62978
Key:

Data

{'content': 'with head erect'}