Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀρθοδότειρα
ὀρθοδρομέω
ὀρθόδωρον
ὀρθοέπεια
ὀρθοεπέω
ὀρθόθριξ
ὀρθοκάθεδρος
ὀρθοκάθημαι
ὀρθοκάλαμος
ὀρθόκαυλος
ὀρθόκερως
ὀρθοκέφαλος
ὀρθοκόπος
ὀρθοκόρυδος
ὀρθόκορυς
ὀρθόκραιρος
ὀρθόκρανος
ὀρθόκωλος
ὀρθολογέω
ὀρθολογία
ὀρθόλοξος
View word page
ὀρθόκερως
straight-horned
ShortDef
straight-horned
Debugging
Headword:
ὀρθόκερως
Headword (normalized):
ὀρθόκερως
Headword (normalized/stripped):
ορθοκερως
IDX:
62976
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62977
Key:
Data
{'content': 'straight-horned'}