Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρθοδοξία
ὀρθόδοξος
ὀρθοδότειρα
ὀρθοδρομέω
ὀρθόδωρον
ὀρθοέπεια
ὀρθοεπέω
ὀρθόθριξ
ὀρθοκάθεδρος
ὀρθοκάθημαι
ὀρθοκάλαμος
ὀρθόκαυλος
ὀρθόκερως
ὀρθοκέφαλος
ὀρθοκόπος
ὀρθοκόρυδος
ὀρθόκορυς
ὀρθόκραιρος
ὀρθόκρανος
ὀρθόκωλος
ὀρθολογέω
View word page
ὀρθοκάλαμος
upright stalk

ShortDef

upright stalk

Debugging

Headword:
ὀρθοκάλαμος
Headword (normalized):
ὀρθοκάλαμος
Headword (normalized/stripped):
ορθοκαλαμος
IDX:
62974
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62975
Key:

Data

{'content': 'upright stalk'}