Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρθοδοξέω
ὀρθοδοξία
ὀρθόδοξος
ὀρθοδότειρα
ὀρθοδρομέω
ὀρθόδωρον
ὀρθοέπεια
ὀρθοεπέω
ὀρθόθριξ
ὀρθοκάθεδρος
ὀρθοκάθημαι
ὀρθοκάλαμος
ὀρθόκαυλος
ὀρθόκερως
ὀρθοκέφαλος
ὀρθοκόπος
ὀρθοκόρυδος
ὀρθόκορυς
ὀρθόκραιρος
ὀρθόκρανος
ὀρθόκωλος
View word page
ὀρθοκάθημαι
sit upright

ShortDef

sit upright

Debugging

Headword:
ὀρθοκάθημαι
Headword (normalized):
ὀρθοκάθημαι
Headword (normalized/stripped):
ορθοκαθημαι
IDX:
62973
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62974
Key:

Data

{'content': 'sit upright'}