Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρθοδοξαστικός
ὀρθοδοξέω
ὀρθοδοξία
ὀρθόδοξος
ὀρθοδότειρα
ὀρθοδρομέω
ὀρθόδωρον
ὀρθοέπεια
ὀρθοεπέω
ὀρθόθριξ
ὀρθοκάθεδρος
ὀρθοκάθημαι
ὀρθοκάλαμος
ὀρθόκαυλος
ὀρθόκερως
ὀρθοκέφαλος
ὀρθοκόπος
ὀρθοκόρυδος
ὀρθόκορυς
ὀρθόκραιρος
ὀρθόκρανος
View word page
ὀρθοκάθεδρος
sitting upright

ShortDef

sitting upright

Debugging

Headword:
ὀρθοκάθεδρος
Headword (normalized):
ὀρθοκάθεδρος
Headword (normalized/stripped):
ορθοκαθεδρος
IDX:
62972
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62973
Key:

Data

{'content': 'sitting upright'}