Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναπλίσσω
ἀναπλοκή
ἀνάπλοος
ἀναπλόω
ἀνάπλυσις
ἀνάπλωσις
ἀνάπνευμα
ἀνάπνευσις
ἀναπνευστικός
ἀνάπνευστος
ἀναπνέω
ἀναπνοείτης
ἀναπνοή
ἀναπνοϊκός
ἀναπόβλητος
ἀναπόγραφος
ἀναπόδεικτος
ἀναπόδεκτος
ἀναποδέχομαι
ἀναποδήμητος
ἀναποδίζω
View word page
ἀναπνέω
to breathe again, take breath

ShortDef

to breathe again, take breath

Debugging

Headword:
ἀναπνέω
Headword (normalized):
ἀναπνέω
Headword (normalized/stripped):
αναπνεω
IDX:
6296
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6297
Key:

Data

{'content': 'to breathe again, take breath'}