Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρθογράφος
ὀρθογώνιον
ὀρθογώνιος
ὀρθοδαής
ὀρθοδίκας
ὀρθοδοξαστικός
ὀρθοδοξέω
ὀρθοδοξία
ὀρθόδοξος
ὀρθοδότειρα
ὀρθοδρομέω
ὀρθόδωρον
ὀρθοέπεια
ὀρθοεπέω
ὀρθόθριξ
ὀρθοκάθεδρος
ὀρθοκάθημαι
ὀρθοκάλαμος
ὀρθόκαυλος
ὀρθόκερως
ὀρθοκέφαλος
View word page
ὀρθοδρομέω
to run straight forward

ShortDef

to run straight forward

Debugging

Headword:
ὀρθοδρομέω
Headword (normalized):
ὀρθοδρομέω
Headword (normalized/stripped):
ορθοδρομεω
IDX:
62967
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62968
Key:

Data

{'content': 'to run straight forward'}