Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναπληστικός
ἀναπλίσσω
ἀναπλοκή
ἀνάπλοος
ἀναπλόω
ἀνάπλυσις
ἀνάπλωσις
ἀνάπνευμα
ἀνάπνευσις
ἀναπνευστικός
ἀνάπνευστος
ἀναπνέω
ἀναπνοείτης
ἀναπνοή
ἀναπνοϊκός
ἀναπόβλητος
ἀναπόγραφος
ἀναπόδεικτος
ἀναπόδεκτος
ἀναποδέχομαι
ἀναποδήμητος
View word page
ἀνάπνευστος
without breath, breathless

ShortDef

without breath, breathless

Debugging

Headword:
ἀνάπνευστος
Headword (normalized):
ἀνάπνευστος
Headword (normalized/stripped):
αναπνευστος
IDX:
6295
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6296
Key:

Data

{'content': 'without breath, breathless'}