Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀρθηλός
ὀρθιάδε
ὀρθιάζω
ὀρθίαξ
ὀρθίασις
ὀρθίασμα
ὀρθιόκωπος
ὄρθιος
ὀρθοβατέω
ὀρθοβολέω
ὀρθόβολος
ὀρθοβουλία
ὀρθόβουλος
ὀρθογνωμονέω
ὀρθογνώμων
ὀρθογραφέω
ὀρθογραφία
ὀρθογράφος
ὀρθογώνιον
ὀρθογώνιος
ὀρθοδαής
View word page
ὀρθόβολος
thrown straight
ShortDef
thrown straight
Debugging
Headword:
ὀρθόβολος
Headword (normalized):
ὀρθόβολος
Headword (normalized/stripped):
ορθοβολος
IDX:
62950
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62951
Key:
Data
{'content': 'thrown straight'}