Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀρθεύω
ὀρθηλός
ὀρθιάδε
ὀρθιάζω
ὀρθίαξ
ὀρθίασις
ὀρθίασμα
ὀρθιόκωπος
ὄρθιος
ὀρθοβατέω
ὀρθοβολέω
ὀρθόβολος
ὀρθοβουλία
ὀρθόβουλος
ὀρθογνωμονέω
ὀρθογνώμων
ὀρθογραφέω
ὀρθογραφία
ὀρθογράφος
ὀρθογώνιον
ὀρθογώνιος
View word page
ὀρθοβολέω
shoot straight
ShortDef
shoot straight
Debugging
Headword:
ὀρθοβολέω
Headword (normalized):
ὀρθοβολέω
Headword (normalized/stripped):
ορθοβολεω
IDX:
62949
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62950
Key:
Data
{'content': 'shoot straight'}