Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναπληρωτικός
ἀναπληστικός
ἀναπλίσσω
ἀναπλοκή
ἀνάπλοος
ἀναπλόω
ἀνάπλυσις
ἀνάπλωσις
ἀνάπνευμα
ἀνάπνευσις
ἀναπνευστικός
ἀνάπνευστος
ἀναπνέω
ἀναπνοείτης
ἀναπνοή
ἀναπνοϊκός
ἀναπόβλητος
ἀναπόγραφος
ἀναπόδεικτος
ἀναπόδεκτος
ἀναποδέχομαι
View word page
ἀναπνευστικός
of or for respiration

ShortDef

of or for respiration

Debugging

Headword:
ἀναπνευστικός
Headword (normalized):
ἀναπνευστικός
Headword (normalized/stripped):
αναπνευστικος
IDX:
6294
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6295
Key:

Data

{'content': 'of or for respiration'}