Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὄρθαπτον
ὀρθεύω
ὀρθηλός
ὀρθιάδε
ὀρθιάζω
ὀρθίαξ
ὀρθίασις
ὀρθίασμα
ὀρθιόκωπος
ὄρθιος
ὀρθοβατέω
ὀρθοβολέω
ὀρθόβολος
ὀρθοβουλία
ὀρθόβουλος
ὀρθογνωμονέω
ὀρθογνώμων
ὀρθογραφέω
ὀρθογραφία
ὀρθογράφος
ὀρθογώνιον
View word page
ὀρθοβατέω
to go straight on

ShortDef

to go straight on

Debugging

Headword:
ὀρθοβατέω
Headword (normalized):
ὀρθοβατέω
Headword (normalized/stripped):
ορθοβατεω
IDX:
62948
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62949
Key:

Data

{'content': 'to go straight on'}