Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀρθαγορίσκος
ὀρθάκανθος
ὀρθάμπελος
ὀρθάνθρωπον
ὄρθαπτον
ὀρθεύω
ὀρθηλός
ὀρθιάδε
ὀρθιάζω
ὀρθίαξ
ὀρθίασις
ὀρθίασμα
ὀρθιόκωπος
ὄρθιος
ὀρθοβατέω
ὀρθοβολέω
ὀρθόβολος
ὀρθοβουλία
ὀρθόβουλος
ὀρθογνωμονέω
ὀρθογνώμων
View word page
ὀρθίασις
a setting upright, erection
ShortDef
a setting upright, erection
Debugging
Headword:
ὀρθίασις
Headword (normalized):
ὀρθίασις
Headword (normalized/stripped):
ορθιασις
IDX:
62944
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62945
Key:
Data
{'content': 'a setting upright, erection'}