Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρθαγγελέω
ὀρθαγορίσκος
ὀρθάκανθος
ὀρθάμπελος
ὀρθάνθρωπον
ὄρθαπτον
ὀρθεύω
ὀρθηλός
ὀρθιάδε
ὀρθιάζω
ὀρθίαξ
ὀρθίασις
ὀρθίασμα
ὀρθιόκωπος
ὄρθιος
ὀρθοβατέω
ὀρθοβολέω
ὀρθόβολος
ὀρθοβουλία
ὀρθόβουλος
ὀρθογνωμονέω
View word page
ὀρθίαξ
the lower part of a mast

ShortDef

the lower part of a mast

Debugging

Headword:
ὀρθίαξ
Headword (normalized):
ὀρθίαξ
Headword (normalized/stripped):
ορθιαξ
IDX:
62943
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62944
Key:

Data

{'content': 'the lower part of a mast'}