Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀρεστιάς
Ὀρεστίλλη
ὀρεύς
ὀρεχθέω
ὀρεωκόμος
ὀρεωπολέω
ὀρθαγγελέω
ὀρθαγορίσκος
ὀρθάκανθος
ὀρθάμπελος
ὀρθάνθρωπον
ὄρθαπτον
ὀρθεύω
ὀρθηλός
ὀρθιάδε
ὀρθιάζω
ὀρθίαξ
ὀρθίασις
ὀρθίασμα
ὀρθιόκωπος
ὄρθιος
View word page
ὀρθάνθρωπον
chelidonium
ShortDef
chelidonium
Debugging
Headword:
ὀρθάνθρωπον
Headword (normalized):
ὀρθάνθρωπον
Headword (normalized/stripped):
ορθανθρωπον
IDX:
62937
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62938
Key:
Data
{'content': 'chelidonium'}