Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ὀρέστης
ὀρεστιάς
Ὀρεστίλλη
ὀρεύς
ὀρεχθέω
ὀρεωκόμος
ὀρεωπολέω
ὀρθαγγελέω
ὀρθαγορίσκος
ὀρθάκανθος
ὀρθάμπελος
ὀρθάνθρωπον
ὄρθαπτον
ὀρθεύω
ὀρθηλός
ὀρθιάδε
ὀρθιάζω
ὀρθίαξ
ὀρθίασις
ὀρθίασμα
ὀρθιόκωπος
View word page
ὀρθάμπελος
a vine growing without props
ShortDef
a vine growing without props
Debugging
Headword:
ὀρθάμπελος
Headword (normalized):
ὀρθάμπελος
Headword (normalized/stripped):
ορθαμπελος
IDX:
62936
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62937
Key:
Data
{'content': 'a vine growing without props'}