Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναπληρωτέον
ἀναπληρωτέος
ἀναπληρωτικός
ἀναπληστικός
ἀναπλίσσω
ἀναπλοκή
ἀνάπλοος
ἀναπλόω
ἀνάπλυσις
ἀνάπλωσις
ἀνάπνευμα
ἀνάπνευσις
ἀναπνευστικός
ἀνάπνευστος
ἀναπνέω
ἀναπνοείτης
ἀναπνοή
ἀναπνοϊκός
ἀναπόβλητος
ἀναπόγραφος
ἀναπόδεικτος
View word page
ἀνάπνευμα
a resting-place
ShortDef
a resting-place
Debugging
Headword:
ἀνάπνευμα
Headword (normalized):
ἀνάπνευμα
Headword (normalized/stripped):
αναπνευμα
IDX:
6292
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6293
Key:
Data
{'content': 'a resting-place'}