Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρέσκιος
ὀρεσκῷος
ὀρέσσαυλος
ὀρεσσιβάτης
ὀρεσσίγονος
ὀρεσσίφυτος
ὀρεσσίχυτος
Ὀρέστεια
Ὀρέστειος
ὀρέστερος
Ὀρέστης
ὀρεστιάς
Ὀρεστίλλη
ὀρεύς
ὀρεχθέω
ὀρεωκόμος
ὀρεωπολέω
ὀρθαγγελέω
ὀρθαγορίσκος
ὀρθάκανθος
ὀρθάμπελος
View word page
Ὀρέστης
Orestes; pl., the Orestae, an Epirot people

ShortDef

Orestes; pl., the Orestae, an Epirot people

Debugging

Headword:
Ὀρέστης
Headword (normalized):
ὀρέστης
Headword (normalized/stripped):
ορεστης
IDX:
62926
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62927
Key:

Data

{'content': 'Orestes; pl., the Orestae, an Epirot people'}