Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρεσκεύω
ὀρέσκιος
ὀρεσκῷος
ὀρέσσαυλος
ὀρεσσιβάτης
ὀρεσσίγονος
ὀρεσσίφυτος
ὀρεσσίχυτος
Ὀρέστεια
Ὀρέστειος
ὀρέστερος
Ὀρέστης
ὀρεστιάς
Ὀρεστίλλη
ὀρεύς
ὀρεχθέω
ὀρεωκόμος
ὀρεωπολέω
ὀρθαγγελέω
ὀρθαγορίσκος
ὀρθάκανθος
View word page
ὀρέστερος
of the mountains (poet. for ὀρεινός)

ShortDef

of the mountains (poet. for ὀρεινός)

Debugging

Headword:
ὀρέστερος
Headword (normalized):
ὀρέστερος
Headword (normalized/stripped):
ορεστερος
IDX:
62925
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62926
Key:

Data

{'content': 'of the mountains (poet. for ὀρεινός)'}