Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρεοφύλαξ
ὀρέσβιος
ὀρεσινομία
ὀρεσίτροφος
ὀρεσκεύω
ὀρέσκιος
ὀρεσκῷος
ὀρέσσαυλος
ὀρεσσιβάτης
ὀρεσσίγονος
ὀρεσσίφυτος
ὀρεσσίχυτος
Ὀρέστεια
Ὀρέστειος
ὀρέστερος
Ὀρέστης
ὀρεστιάς
Ὀρεστίλλη
ὀρεύς
ὀρεχθέω
ὀρεωκόμος
View word page
ὀρεσσίφυτος
growing on mountains

ShortDef

growing on mountains

Debugging

Headword:
ὀρεσσίφυτος
Headword (normalized):
ὀρεσσίφυτος
Headword (normalized/stripped):
ορεσσιφυτος
IDX:
62921
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62922
Key:

Data

{'content': 'growing on mountains'}