Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρεοπόλος
ὀρεοσέλινον
ὀρεοφύλαξ
ὀρέσβιος
ὀρεσινομία
ὀρεσίτροφος
ὀρεσκεύω
ὀρέσκιος
ὀρεσκῷος
ὀρέσσαυλος
ὀρεσσιβάτης
ὀρεσσίγονος
ὀρεσσίφυτος
ὀρεσσίχυτος
Ὀρέστεια
Ὀρέστειος
ὀρέστερος
Ὀρέστης
ὀρεστιάς
Ὀρεστίλλη
ὀρεύς
View word page
ὀρεσσιβάτης
mountain roaming

ShortDef

mountain roaming

Debugging

Headword:
ὀρεσσιβάτης
Headword (normalized):
ὀρεσσιβάτης
Headword (normalized/stripped):
ορεσσιβατης
IDX:
62919
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62920
Key:

Data

{'content': 'mountain roaming'}