Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναπλήρωσις
ἀναπληρωτέον
ἀναπληρωτέος
ἀναπληρωτικός
ἀναπληστικός
ἀναπλίσσω
ἀναπλοκή
ἀνάπλοος
ἀναπλόω
ἀνάπλυσις
ἀνάπλωσις
ἀνάπνευμα
ἀνάπνευσις
ἀναπνευστικός
ἀνάπνευστος
ἀναπνέω
ἀναπνοείτης
ἀναπνοή
ἀναπνοϊκός
ἀναπόβλητος
ἀναπόγραφος
View word page
ἀνάπλωσις
unfolding; explanation

ShortDef

unfolding; explanation

Debugging

Headword:
ἀνάπλωσις
Headword (normalized):
ἀνάπλωσις
Headword (normalized/stripped):
αναπλωσις
IDX:
6291
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6292
Key:

Data

{'content': 'unfolding; explanation'}