Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρεκτικός
ὀρεκτός
ὀρεμπόται
ὄρεξις
ὀρέομαι
ὀρεομήκης
ὀρεοπολέω
ὀρεοπόλος
ὀρεοσέλινον
ὀρεοφύλαξ
ὀρέσβιος
ὀρεσινομία
ὀρεσίτροφος
ὀρεσκεύω
ὀρέσκιος
ὀρεσκῷος
ὀρέσσαυλος
ὀρεσσιβάτης
ὀρεσσίγονος
ὀρεσσίφυτος
ὀρεσσίχυτος
View word page
ὀρέσβιος
living on mountains

ShortDef

living on mountains

Debugging

Headword:
ὀρέσβιος
Headword (normalized):
ὀρέσβιος
Headword (normalized/stripped):
ορεσβιος
IDX:
62912
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62913
Key:

Data

{'content': 'living on mountains'}