Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρεκτέος
ὀρεκτικός
ὀρεκτός
ὀρεμπόται
ὄρεξις
ὀρέομαι
ὀρεομήκης
ὀρεοπολέω
ὀρεοπόλος
ὀρεοσέλινον
ὀρεοφύλαξ
ὀρέσβιος
ὀρεσινομία
ὀρεσίτροφος
ὀρεσκεύω
ὀρέσκιος
ὀρεσκῷος
ὀρέσσαυλος
ὀρεσσιβάτης
ὀρεσσίγονος
ὀρεσσίφυτος
View word page
ὀρεοφύλαξ
desert-guard

ShortDef

desert-guard

Debugging

Headword:
ὀρεοφύλαξ
Headword (normalized):
ὀρεοφύλαξ
Headword (normalized/stripped):
ορεοφυλαξ
IDX:
62911
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62912
Key:

Data

{'content': 'desert-guard'}