Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀρειώδης
ὀρεκτέος
ὀρεκτικός
ὀρεκτός
ὀρεμπόται
ὄρεξις
ὀρέομαι
ὀρεομήκης
ὀρεοπολέω
ὀρεοπόλος
ὀρεοσέλινον
ὀρεοφύλαξ
ὀρέσβιος
ὀρεσινομία
ὀρεσίτροφος
ὀρεσκεύω
ὀρέσκιος
ὀρεσκῷος
ὀρέσσαυλος
ὀρεσσιβάτης
ὀρεσσίγονος
View word page
ὀρεοσέλινον
mountain-parsley, Athamanta macedonica
ShortDef
mountain-parsley, Athamanta macedonica
Debugging
Headword:
ὀρεοσέλινον
Headword (normalized):
ὀρεοσέλινον
Headword (normalized/stripped):
ορεοσελινον
IDX:
62910
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62911
Key:
Data
{'content': 'mountain-parsley, Athamanta macedonica'}