Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρείχαλκος
ὀρειώδης
ὀρεκτέος
ὀρεκτικός
ὀρεκτός
ὀρεμπόται
ὄρεξις
ὀρέομαι
ὀρεομήκης
ὀρεοπολέω
ὀρεοπόλος
ὀρεοσέλινον
ὀρεοφύλαξ
ὀρέσβιος
ὀρεσινομία
ὀρεσίτροφος
ὀρεσκεύω
ὀρέσκιος
ὀρεσκῷος
ὀρέσσαυλος
ὀρεσσιβάτης
View word page
ὀρεοπόλος
haunting mountains

ShortDef

haunting mountains

Debugging

Headword:
ὀρεοπόλος
Headword (normalized):
ὀρεοπόλος
Headword (normalized/stripped):
ορεοπολος
IDX:
62909
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62910
Key:

Data

{'content': 'haunting mountains'}