Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀρείφοιτος
ὀρειχάλκινος
ὀρείχαλκος
ὀρειώδης
ὀρεκτέος
ὀρεκτικός
ὀρεκτός
ὀρεμπόται
ὄρεξις
ὀρέομαι
ὀρεομήκης
ὀρεοπολέω
ὀρεοπόλος
ὀρεοσέλινον
ὀρεοφύλαξ
ὀρέσβιος
ὀρεσινομία
ὀρεσίτροφος
ὀρεσκεύω
ὀρέσκιος
ὀρεσκῷος
View word page
ὀρεομήκης
mountain-high
ShortDef
mountain-high
Debugging
Headword:
ὀρεομήκης
Headword (normalized):
ὀρεομήκης
Headword (normalized/stripped):
ορεομηκης
IDX:
62907
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62908
Key:
Data
{'content': 'mountain-high'}