Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρειφοίτης
ὀρείφοιτος
ὀρειχάλκινος
ὀρείχαλκος
ὀρειώδης
ὀρεκτέος
ὀρεκτικός
ὀρεκτός
ὀρεμπόται
ὄρεξις
ὀρέομαι
ὀρεομήκης
ὀρεοπολέω
ὀρεοπόλος
ὀρεοσέλινον
ὀρεοφύλαξ
ὀρέσβιος
ὀρεσινομία
ὀρεσίτροφος
ὀρεσκεύω
ὀρέσκιος
View word page
ὀρέομαι
rushed forth

ShortDef

rushed forth

Debugging

Headword:
ὀρέομαι
Headword (normalized):
ὀρέομαι
Headword (normalized/stripped):
ορεομαι
IDX:
62906
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62907
Key:

Data

{'content': 'rushed forth'}