Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀρειφοιτέω
ὀρειφοίτης
ὀρείφοιτος
ὀρειχάλκινος
ὀρείχαλκος
ὀρειώδης
ὀρεκτέος
ὀρεκτικός
ὀρεκτός
ὀρεμπόται
ὄρεξις
ὀρέομαι
ὀρεομήκης
ὀρεοπολέω
ὀρεοπόλος
ὀρεοσέλινον
ὀρεοφύλαξ
ὀρέσβιος
ὀρεσινομία
ὀρεσίτροφος
ὀρεσκεύω
View word page
ὄρεξις
desire, appetite
ShortDef
desire, appetite
Debugging
Headword:
ὄρεξις
Headword (normalized):
ὄρεξις
Headword (normalized/stripped):
ορεξις
IDX:
62905
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62906
Key:
Data
{'content': 'desire, appetite'}