Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρειτυπία
ὀρειτύπος
ὀρειφοιτέω
ὀρειφοίτης
ὀρείφοιτος
ὀρειχάλκινος
ὀρείχαλκος
ὀρειώδης
ὀρεκτέος
ὀρεκτικός
ὀρεκτός
ὀρεμπόται
ὄρεξις
ὀρέομαι
ὀρεομήκης
ὀρεοπολέω
ὀρεοπόλος
ὀρεοσέλινον
ὀρεοφύλαξ
ὀρέσβιος
ὀρεσινομία
View word page
ὀρεκτός
stretched out

ShortDef

stretched out

Debugging

Headword:
ὀρεκτός
Headword (normalized):
ὀρεκτός
Headword (normalized/stripped):
ορεκτος
IDX:
62903
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62904
Key:

Data

{'content': 'stretched out'}