Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀρειτρεφής
ὀρείτροφος
ὀρειτυπία
ὀρειτύπος
ὀρειφοιτέω
ὀρειφοίτης
ὀρείφοιτος
ὀρειχάλκινος
ὀρείχαλκος
ὀρειώδης
ὀρεκτέος
ὀρεκτικός
ὀρεκτός
ὀρεμπόται
ὄρεξις
ὀρέομαι
ὀρεομήκης
ὀρεοπολέω
ὀρεοπόλος
ὀρεοσέλινον
ὀρεοφύλαξ
View word page
ὀρεκτέος
to be desired
ShortDef
to be desired
Debugging
Headword:
ὀρεκτέος
Headword (normalized):
ὀρεκτέος
Headword (normalized/stripped):
ορεκτεος
IDX:
62901
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62902
Key:
Data
{'content': 'to be desired'}