Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρειπτελέα
ὀρείτης
ὀρειτρεφής
ὀρείτροφος
ὀρειτυπία
ὀρειτύπος
ὀρειφοιτέω
ὀρειφοίτης
ὀρείφοιτος
ὀρειχάλκινος
ὀρείχαλκος
ὀρειώδης
ὀρεκτέος
ὀρεκτικός
ὀρεκτός
ὀρεμπόται
ὄρεξις
ὀρέομαι
ὀρεομήκης
ὀρεοπολέω
ὀρεοπόλος
View word page
ὀρείχαλκος
copper ore

ShortDef

copper ore

Debugging

Headword:
ὀρείχαλκος
Headword (normalized):
ὀρείχαλκος
Headword (normalized/stripped):
ορειχαλκος
IDX:
62899
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62900
Key:

Data

{'content': 'copper ore'}