Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναπληρόω
ἀναπλήρωμα
ἀναπλήρωσις
ἀναπληρωτέον
ἀναπληρωτέος
ἀναπληρωτικός
ἀναπληστικός
ἀναπλίσσω
ἀναπλοκή
ἀνάπλοος
ἀναπλόω
ἀνάπλυσις
ἀνάπλωσις
ἀνάπνευμα
ἀνάπνευσις
ἀναπνευστικός
ἀνάπνευστος
ἀναπνέω
ἀναπνοείτης
ἀναπνοή
ἀναπνοϊκός
View word page
ἀναπλόω
to unfold, open
ShortDef
to unfold, open
Debugging
Headword:
ἀναπλόω
Headword (normalized):
ἀναπλόω
Headword (normalized/stripped):
αναπλοω
IDX:
6289
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6290
Key:
Data
{'content': 'to unfold, open'}