Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρείπλαγκτος
ὀρειπτελέα
ὀρείτης
ὀρειτρεφής
ὀρείτροφος
ὀρειτυπία
ὀρειτύπος
ὀρειφοιτέω
ὀρειφοίτης
ὀρείφοιτος
ὀρειχάλκινος
ὀρείχαλκος
ὀρειώδης
ὀρεκτέος
ὀρεκτικός
ὀρεκτός
ὀρεμπόται
ὄρεξις
ὀρέομαι
ὀρεομήκης
ὀρεοπολέω
View word page
ὀρειχάλκινος
of orichalc

ShortDef

of orichalc

Debugging

Headword:
ὀρειχάλκινος
Headword (normalized):
ὀρειχάλκινος
Headword (normalized/stripped):
ορειχαλκινος
IDX:
62898
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62899
Key:

Data

{'content': 'of orichalc'}