Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρειπέλαργος
ὀρείπλαγκτος
ὀρειπτελέα
ὀρείτης
ὀρειτρεφής
ὀρείτροφος
ὀρειτυπία
ὀρειτύπος
ὀρειφοιτέω
ὀρειφοίτης
ὀρείφοιτος
ὀρειχάλκινος
ὀρείχαλκος
ὀρειώδης
ὀρεκτέος
ὀρεκτικός
ὀρεκτός
ὀρεμπόται
ὄρεξις
ὀρέομαι
ὀρεομήκης
View word page
ὀρείφοιτος
mountain-roaming

ShortDef

mountain-roaming

Debugging

Headword:
ὀρείφοιτος
Headword (normalized):
ὀρείφοιτος
Headword (normalized/stripped):
ορειφοιτος
IDX:
62897
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62898
Key:

Data

{'content': 'mountain-roaming'}