Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὄρειον
ὄρειος
ὀρειοχαρής
ὀρειπέλαργος
ὀρείπλαγκτος
ὀρειπτελέα
ὀρείτης
ὀρειτρεφής
ὀρείτροφος
ὀρειτυπία
ὀρειτύπος
ὀρειφοιτέω
ὀρειφοίτης
ὀρείφοιτος
ὀρειχάλκινος
ὀρείχαλκος
ὀρειώδης
ὀρεκτέος
ὀρεκτικός
ὀρεκτός
ὀρεμπόται
View word page
ὀρειτύπος
working in the mountains

ShortDef

working in the mountains

Debugging

Headword:
ὀρειτύπος
Headword (normalized):
ὀρειτύπος
Headword (normalized/stripped):
ορειτυπος
IDX:
62894
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62895
Key:

Data

{'content': 'working in the mountains'}