Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρεινόμος
ὀρεινός
ὀρείοικος
ὄρειον
ὄρειος
ὀρειοχαρής
ὀρειπέλαργος
ὀρείπλαγκτος
ὀρειπτελέα
ὀρείτης
ὀρειτρεφής
ὀρείτροφος
ὀρειτυπία
ὀρειτύπος
ὀρειφοιτέω
ὀρειφοίτης
ὀρείφοιτος
ὀρειχάλκινος
ὀρείχαλκος
ὀρειώδης
ὀρεκτέος
View word page
ὀρειτρεφής
mountain-bred, mountain-fed

ShortDef

mountain-bred, mountain-fed

Debugging

Headword:
ὀρειτρεφής
Headword (normalized):
ὀρειτρεφής
Headword (normalized/stripped):
ορειτρεφης
IDX:
62891
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62892
Key:

Data

{'content': 'mountain-bred, mountain-fed'}