Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρειμανής
ὀρεινομέω
ὀρεινόμος
ὀρεινός
ὀρείοικος
ὄρειον
ὄρειος
ὀρειοχαρής
ὀρειπέλαργος
ὀρείπλαγκτος
ὀρειπτελέα
ὀρείτης
ὀρειτρεφής
ὀρείτροφος
ὀρειτυπία
ὀρειτύπος
ὀρειφοιτέω
ὀρειφοίτης
ὀρείφοιτος
ὀρειχάλκινος
ὀρείχαλκος
View word page
ὀρειπτελέα
wych-elm, Ulmus montana

ShortDef

wych-elm, Ulmus montana

Debugging

Headword:
ὀρειπτελέα
Headword (normalized):
ὀρειπτελέα
Headword (normalized/stripped):
ορειπτελεα
IDX:
62889
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62890
Key:

Data

{'content': 'wych-elm, Ulmus montana'}