Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρείκτιτος
ὀρειλεχής
ὀρειμανής
ὀρεινομέω
ὀρεινόμος
ὀρεινός
ὀρείοικος
ὄρειον
ὄρειος
ὀρειοχαρής
ὀρειπέλαργος
ὀρείπλαγκτος
ὀρειπτελέα
ὀρείτης
ὀρειτρεφής
ὀρείτροφος
ὀρειτυπία
ὀρειτύπος
ὀρειφοιτέω
ὀρειφοίτης
ὀρείφοιτος
View word page
ὀρειπέλαργος
vulture

ShortDef

vulture

Debugging

Headword:
ὀρειπέλαργος
Headword (normalized):
ὀρειπέλαργος
Headword (normalized/stripped):
ορειπελαργος
IDX:
62887
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62888
Key:

Data

{'content': 'vulture'}