Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀρειδρόμος
ὀρειθαλής
ὀρείκτιτος
ὀρειλεχής
ὀρειμανής
ὀρεινομέω
ὀρεινόμος
ὀρεινός
ὀρείοικος
ὄρειον
ὄρειος
ὀρειοχαρής
ὀρειπέλαργος
ὀρείπλαγκτος
ὀρειπτελέα
ὀρείτης
ὀρειτρεφής
ὀρείτροφος
ὀρειτυπία
ὀρειτύπος
ὀρειφοιτέω
View word page
ὄρειος
of or belonging to the mountain
ShortDef
of or belonging to the mountain
Debugging
Headword:
ὄρειος
Headword (normalized):
ὄρειος
Headword (normalized/stripped):
ορειος
IDX:
62885
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62886
Key:
Data
{'content': 'of or belonging to the mountain'}