Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρειβρεμέτης
ὀρειγενής
ὀρειδρομία
ὀρειδρόμος
ὀρειθαλής
ὀρείκτιτος
ὀρειλεχής
ὀρειμανής
ὀρεινομέω
ὀρεινόμος
ὀρεινός
ὀρείοικος
ὄρειον
ὄρειος
ὀρειοχαρής
ὀρειπέλαργος
ὀρείπλαγκτος
ὀρειπτελέα
ὀρείτης
ὀρειτρεφής
ὀρείτροφος
View word page
ὀρεινός
mountainous, hilly

ShortDef

mountainous, hilly

Debugging

Headword:
ὀρεινός
Headword (normalized):
ὀρεινός
Headword (normalized/stripped):
ορεινος
IDX:
62882
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62883
Key:

Data

{'content': 'mountainous, hilly'}