Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀρειβατέω
ὀρειβάτης
ὀρειβρεμέτης
ὀρειγενής
ὀρειδρομία
ὀρειδρόμος
ὀρειθαλής
ὀρείκτιτος
ὀρειλεχής
ὀρειμανής
ὀρεινομέω
ὀρεινόμος
ὀρεινός
ὀρείοικος
ὄρειον
ὄρειος
ὀρειοχαρής
ὀρειπέλαργος
ὀρείπλαγκτος
ὀρειπτελέα
ὀρείτης
View word page
ὀρεινομέω
graze
ShortDef
graze
Debugging
Headword:
ὀρεινομέω
Headword (normalized):
ὀρεινομέω
Headword (normalized/stripped):
ορεινομεω
IDX:
62880
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62881
Key:
Data
{'content': 'graze'}