Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναπλημμυρέω
ἀναπλημμύρω
ἀναπληρόω
ἀναπλήρωμα
ἀναπλήρωσις
ἀναπληρωτέον
ἀναπληρωτέος
ἀναπληρωτικός
ἀναπληστικός
ἀναπλίσσω
ἀναπλοκή
ἀνάπλοος
ἀναπλόω
ἀνάπλυσις
ἀνάπλωσις
ἀνάπνευμα
ἀνάπνευσις
ἀναπνευστικός
ἀνάπνευστος
ἀναπνέω
ἀναπνοείτης
View word page
ἀναπλοκή
a braiding

ShortDef

a braiding

Debugging

Headword:
ἀναπλοκή
Headword (normalized):
ἀναπλοκή
Headword (normalized/stripped):
αναπλοκη
IDX:
6287
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6288
Key:

Data

{'content': 'a braiding'}