Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀρείαυλος
ὀρειβάσια
ὀρειβασία
ὀρειβατέω
ὀρειβάτης
ὀρειβρεμέτης
ὀρειγενής
ὀρειδρομία
ὀρειδρόμος
ὀρειθαλής
ὀρείκτιτος
ὀρειλεχής
ὀρειμανής
ὀρεινομέω
ὀρεινόμος
ὀρεινός
ὀρείοικος
ὄρειον
ὄρειος
ὀρειοχαρής
ὀρειπέλαργος
View word page
ὀρείκτιτος
dwelling in the mountains
ShortDef
dwelling in the mountains
Debugging
Headword:
ὀρείκτιτος
Headword (normalized):
ὀρείκτιτος
Headword (normalized/stripped):
ορεικτιτος
IDX:
62877
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62878
Key:
Data
{'content': 'dwelling in the mountains'}