Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρειάλωτος
ὀρειάρχης
ὀρειάς
ὀρείαυλος
ὀρειβάσια
ὀρειβασία
ὀρειβατέω
ὀρειβάτης
ὀρειβρεμέτης
ὀρειγενής
ὀρειδρομία
ὀρειδρόμος
ὀρειθαλής
ὀρείκτιτος
ὀρειλεχής
ὀρειμανής
ὀρεινομέω
ὀρεινόμος
ὀρεινός
ὀρείοικος
ὄρειον
View word page
ὀρειδρομία
a running on the hills

ShortDef

a running on the hills

Debugging

Headword:
ὀρειδρομία
Headword (normalized):
ὀρειδρομία
Headword (normalized/stripped):
ορειδρομια
IDX:
62874
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62875
Key:

Data

{'content': 'a running on the hills'}