Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀρεγμίη
ὀρέγω
Ὀρεία
ὀρειάλωτος
ὀρειάρχης
ὀρειάς
ὀρείαυλος
ὀρειβάσια
ὀρειβασία
ὀρειβατέω
ὀρειβάτης
ὀρειβρεμέτης
ὀρειγενής
ὀρειδρομία
ὀρειδρόμος
ὀρειθαλής
ὀρείκτιτος
ὀρειλεχής
ὀρειμανής
ὀρεινομέω
ὀρεινόμος
View word page
ὀρειβάτης
mountain-ranging
ShortDef
mountain-ranging
Debugging
Headword:
ὀρειβάτης
Headword (normalized):
ὀρειβάτης
Headword (normalized/stripped):
ορειβατης
IDX:
62871
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62872
Key:
Data
{'content': 'mountain-ranging'}