Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρεγιάω
ὄρεγμα
ὀρεγμίη
ὀρέγω
Ὀρεία
ὀρειάλωτος
ὀρειάρχης
ὀρειάς
ὀρείαυλος
ὀρειβάσια
ὀρειβασία
ὀρειβατέω
ὀρειβάτης
ὀρειβρεμέτης
ὀρειγενής
ὀρειδρομία
ὀρειδρόμος
ὀρειθαλής
ὀρείκτιτος
ὀρειλεχής
ὀρειμανής
View word page
ὀρειβασία
wandering on mountains

ShortDef

wandering on mountains

Debugging

Headword:
ὀρειβασία
Headword (normalized):
ὀρειβασία
Headword (normalized/stripped):
ορειβασια
IDX:
62869
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62870
Key:

Data

{'content': 'wandering on mountains'}