Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀρέγδην
ὀρεγιάω
ὄρεγμα
ὀρεγμίη
ὀρέγω
Ὀρεία
ὀρειάλωτος
ὀρειάρχης
ὀρειάς
ὀρείαυλος
ὀρειβάσια
ὀρειβασία
ὀρειβατέω
ὀρειβάτης
ὀρειβρεμέτης
ὀρειγενής
ὀρειδρομία
ὀρειδρόμος
ὀρειθαλής
ὀρείκτιτος
ὀρειλεχής
View word page
ὀρειβάσια
a festival in which persons traversed the mountains
ShortDef
a festival in which persons traversed the mountains
Debugging
Headword:
ὀρειβάσια
Headword (normalized):
ὀρειβάσια
Headword (normalized/stripped):
ορειβασια
IDX:
62868
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62869
Key:
Data
{'content': 'a festival in which persons traversed the mountains'}