Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὄρδειλον
ὀρδινατίων
ὀρεᾶνες
ὀρέγδην
ὀρεγιάω
ὄρεγμα
ὀρεγμίη
ὀρέγω
Ὀρεία
ὀρειάλωτος
ὀρειάρχης
ὀρειάς
ὀρείαυλος
ὀρειβάσια
ὀρειβασία
ὀρειβατέω
ὀρειβάτης
ὀρειβρεμέτης
ὀρειγενής
ὀρειδρομία
ὀρειδρόμος
View word page
ὀρειάρχης
mountain-king

ShortDef

mountain-king

Debugging

Headword:
ὀρειάρχης
Headword (normalized):
ὀρειάρχης
Headword (normalized/stripped):
ορειαρχης
IDX:
62865
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62866
Key:

Data

{'content': 'mountain-king'}